- δύσμορφα
- δύσμορφοςmisshapenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακόπλαστος — κακόπλαστος, ον (AM) κακοφτειαγμένος, άσχημος, δύσμορφος αρχ. αυτός που επινοήθηκε κακώς. επίρρ... κακοπλάστως (Μ) με κακόπλαστο τρόπο, με άσχημη μορφή, δύσμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πλαστoς (< πλάσσω), πρβλ. ισό πλαστος, πρωτό πλαστος] … Dictionary of Greek
Αφροδίτες, παλαιολιθικές — Αγαλματίδια γυναικών της αρχαιότερης γνωστής γλυπτικής, σκαλισμένα σε πέτρα, ελεφαντοστό ή κόκαλο. Κοινό γνώρισμα των γλυπτών της σειράς αυτής είναι το μικρό τους μέγεθος (4 22 εκ.) και τα τονισμένα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου… … Dictionary of Greek
Κύκλωπες — Μυθολογικά πρόσωπα. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν δύσμορφα όντα με τερατώδη όψη, γιγάντιο ανάστημα και έφεραν ένα και μοναδικό μάτι στη μέση του μετώπου. Οι Κ. (Οδύσσεια, ι) ήταν λαός ποιμένων, οι οποίοι περιφρονούσαν τους θεούς, δεν… … Dictionary of Greek